- προσοικειώνω
- προσοικειῶ, -όω, ΝΑ [οἰκειῶ]νεοελλ.μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαιβ) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα κατάσταση»)αρχ.1. δίνω κάτι σε κάποιον ως δικό του2. προσάπτω («ἔφορος δὲ τοῑς Κιμμερίοις προσοικειῶν τὸν τόπον», Στράβ.)3. καθιστώ κάποιον φίλο, οικείο με κάποιον άλλο4. (σχετικά με καταστάσεις) κάνω κάποιον οικείο προς κάτι, τόν κάνω να τό συνηθίσει, τόν εξοικειώνω («προσοικειοῡν πρὸς τὴν ἡδονήν», Γαλ.)5. παθ. α) γίνομαι φίλος με κάποιονβ) αστρολ. (για αστέρα) βρίσκομαι στον ίδιο οίκο με άλλον αστέρα («Κρόνος προσοικειωθεὶς τῇ Σελήνῃ», Βέττ. Βάλ.)6. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ προσῳκειωμένοιοι πιο κοντινοί συγγενείς.
Dictionary of Greek. 2013.